κασταλικός

κασταλικός
κασταλικός, -ή, -όν (Μ)
[Κασταλία]
1. αυτός που ανήκει στην Κασταλία πηγή
2. νερό ιερής πηγής όπου κατά τη μυθολογία σύχναζαν οι Μούσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”